πιθηκώδης

πιθηκώδης
πῐθηκώδης, ες,
A = πιθηκοειδής, Arist.Phgn.812a9, Ael.NA12.27.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πιθηκώδης — ες, Α [πίθηκος] πιθηκοειδής, ὁμοιος με πίθηκο …   Dictionary of Greek

  • πιθηκῶδες — πιθηκώδης masc/fem voc sg πιθηκώδης neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθηκώδεις — πιθηκώδης masc/fem acc pl πιθηκώδης masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”